- φανφάρα
- (Μουσ.). Οξύς ήχος τρομπέτας, που ηχεί σε επίσημες τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις και, γενικά, σε περιπτώσεις εξαιρετικής σημασίας. Xρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως προάγγελος σημαντικών γεγονότων από τον Μπετόβεν στον Φιντέλιο. Ο όρος αποδίδεται επίσης σε μικρή ομάδα πνευστών οργάνων, αποκλειστικά χάλκινων, συνήθως τρόμπες και κόρνα, και κυρίως συνοδεύεται από τύμπανα.
* * *και φαμφάρα, η, Ν1. μουσ. σύντομη μουσική μορφή, λ.χ. σάλπισμα, που παιζόταν από σάλπιγγες, κόρνα ή άλλα όργανα σε μάχες, κυνήγια ή σε αυλικές γιορτές2. (γενικά) πανηγυρική μελωδία με σάλπιγγες («τόν υποδέχθηκαν με μουσικές και με φανφάρες»)2. ορχήστρα χάλκινων οργάνων, μπάντα3. μτφ. εξαιρετικά πομπώδης λόγος για γελοία ή ασήμαντα πράγματα, κενή μεγαλοστομία, ανόητη φλυαρία, φανφαρονισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fanfara «σάλπισμα»].
Dictionary of Greek. 2013.