φανφάρα

φανφάρα
(Μουσ.). Οξύς ήχος τρομπέτας, που ηχεί σε επίσημες τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις και, γενικά, σε περιπτώσεις εξαιρετικής σημασίας. Xρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως προάγγελος σημαντικών γεγονότων από τον Μπετόβεν στον Φιντέλιο. Ο όρος αποδίδεται επίσης σε μικρή ομάδα πνευστών οργάνων, αποκλειστικά χάλκινων, συνήθως τρόμπες και κόρνα, και κυρίως συνοδεύεται από τύμπανα.
* * *
και φαμφάρα, η, Ν
1. μουσ. σύντομη μουσική μορφή, λ.χ. σάλπισμα, που παιζόταν από σάλπιγγες, κόρνα ή άλλα όργανα σε μάχες, κυνήγια ή σε αυλικές γιορτές
2. (γενικά) πανηγυρική μελωδία με σάλπιγγες («τόν υποδέχθηκαν με μουσικές και με φανφάρες»)
2. ορχήστρα χάλκινων οργάνων, μπάντα
3. μτφ. εξαιρετικά πομπώδης λόγος για γελοία ή ασήμαντα πράγματα, κενή μεγαλοστομία, ανόητη φλυαρία, φανφαρονισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fanfara «σάλπισμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαμφάρα — η, Ν βλ. φανφάρα …   Dictionary of Greek

  • φανφάρας — και φαμφάρας, ο, Ν [φανφάρα] ο φανφαρόνος …   Dictionary of Greek

  • φανφαρονικός — και φαμφαρονικός, ή, ό, και φανφαρόνικος και φαμφαρόνικος, η, ο, Ν [φανφαρόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φανφαρόνο και στην φανφάρα, φανφαρονίστικος …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

  • Φάλια, Μανουέλ ντε– — (Falla, Κάδιξ 1876 – Άλτα Γράθια, Αργεντινή 1946). Ισπανός συνθέτης. Στην επιμελή και μακρόχρονη προπαρασκευή του φαίνεται να αντανακλάται ο μόχθος της ισπανικής μουσικής παιδείας, που, ιδιαίτερα στα χρόνια της νεανικής του ζωής, έτεινε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”